παραλλάττω

παραλλάττω
παραλλάσσω
cause to alternate
pres subj act 1st sg (attic)
παραλλάσσω
cause to alternate
pres ind act 1st sg (attic)
παραλλάσσω
cause to alternate
pres subj act 1st sg (attic)
παραλλάσσω
cause to alternate
pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • παραλλαττόντως — Α επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παραλλάττων, οντος τού ρ. παραλλάττω / παραλλάσσω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՐԱՓՈԽԵՄ — ( ) NBH 2 0345 Chronological Sequence: 12c, 13c ն. ՅԱՐԱՓՈԽԵԼ. παραλλάττω alterno, alternatim vario. Հետզհետէ փոխել. փոփոխել. յեղափոխել. *Զանազան հեշտութեամբ յարափոխեմք զկենցաղս, եւ յետոյ լի վշտօք եւ արտասուօք ելանեմք. Մաշկ.: *Եկեղեցիք ամենայն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”